- ποιέῃ
- ποιέωmakepres subj mp 2nd sg (epic ionic)ποιέωmakepres ind mp 2nd sg (epic ionic)ποιέωmakepres subj act 3rd sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεκχώρησις — ήσεως, ἡ, Α [ὑπεκχωρῶ] έκκριση, αποβολή με ευκοιλιότητα («ἡ κοιλίη ὁπόταν ὑπεκχώρησιν μὴ ποιέῃ τὴν μετρίαν», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek